|
What's the Greek word for element? Here's how you say it.
Greek Translation |
|
More Greek words for element
See Also in English
Similar Words
characteristic
noun, adjective
|
|
χαρακτηριστικό γνώρισμα,
χαρακτηριστικός
|
determinant
noun, adjective
|
|
καθοριστικός,
ορίζουσα,
προσδιοριστικός,
παράγοντας που αποφασίζει
|
particular
noun, adjective
|
|
ιδιαιτερος,
ιδιαίτερος,
λεπτομέρειες,
λεπτομέρεια,
λεπτολόγος
|
component
noun, adjective
|
|
συστατικό,
συνιστώσα,
εξάρτημα,
μέρος,
συνθετικός
|
attribute
noun, verb
|
|
Χαρακτηριστικό,
ιδιότης,
κατηγορούμενο,
αποδίδω
|
ingredient
noun
|
|
συστατικό
|
module
noun
|
|
μονάδα μέτρησης
|
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|