|
English Translation |
|
More meanings for ιδιότης (idióti̱s)
property
noun
|
|
ιδιοκτησία,
ιδιότητα,
περιουσία,
κυριότητα,
κυριότης
|
quality
noun
|
|
ποιότητα,
ιδιότητα,
ποιότης,
αρετή,
περιωπή
|
attribute
noun
|
|
κατηγορούμενο
|
peculiarity
noun
|
|
ιδιορρυθμία,
εκκεντρικότητα,
μοναδικότης
|
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|