|
English Translation |
|
More meanings for ιδιότητα (idióti̱ta)
capacity
noun
|
|
ικανότητα,
χωρητικότητα,
αξίωμα,
πνευματική αντίληψη,
θέση
|
property
noun
|
|
ιδιοκτησία,
περιουσία,
κυριότητα,
ιδιότης,
κυριότης
|
quality
noun
|
|
ποιότητα,
ποιότης,
αρετή,
ιδιότης,
περιωπή
|
nature
noun
|
|
φύση,
χαρακτήρας,
ουσία
|
faculty
noun
|
|
σχολή,
ικανότητα,
δύναμη,
καθηγητικό σώμα
|
rating
noun
|
|
εκτίμηση,
ταξινόμηση,
διατίμηση,
τάξη,
βαθμός πιστωτικής αξίας
|
See Also in Greek
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|