|
English Translation |
|
More meanings for δραστηριότητα (drasti̱rióti̱ta)
activity
noun
|
|
δραστικότητα,
απασχόληση,
αρμοδιότητα,
χημική διαστηριότητα
|
operation
noun
|
|
λειτουργία,
εργασία,
χειρισμός,
εγχείριση
|
energy
noun
|
|
ενέργεια,
ενεργητικότητα
|
efficiency
noun
|
|
αποδοτικότητα,
ικανότητα,
αποδοτικότης,
ικανότης,
δραστηριότης
|
tattiness
|
|
δραστηριότητα
|
See Also in Greek
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|