|
English Translation |
|
More meanings for αρμοδιότητα (armodióti̱ta)
competence
noun
|
|
ικανότητα,
επάρκεια,
ικανότης,
εισόδημα
|
jurisdiction
noun
|
|
δικαιοδοσία
|
activity
noun
|
|
δραστηριότητα,
δραστικότητα,
απασχόληση,
χημική διαστηριότητα
|
relevance
noun
|
|
συνάφεια,
σχέση,
σχετικότητα,
σχετικότης,
αρμοδιότης
|
appropriateness
noun
|
|
καταλληλότητα
|
cognizance
noun
|
|
γνώση,
δικαιοδοσία,
ενημερότης,
ενημερότητα
|
fitness
noun
|
|
καταλληλότητα,
υγεία,
αρμοδιότης
|
aptitude
noun
|
|
δεξιότητα
|
propriety
noun
|
|
ορθότητα,
κοσμιότητα,
αρμοδιότης,
κοσμιότης
|
eligibility
noun
|
|
αιρετότητα,
αιρετότης
|
relevancy
noun
|
|
σχετικότητα,
συνάφεια,
σχέση,
σχετικότης,
αρμοδιότης
|
suitability
noun
|
|
επιτηδειότητα,
αρμοδιότης
|
Similar Words
ικανότητα
noun
|
|
ikanóti̱ta
ability,
capacity,
competence,
capability,
efficiency
|
επιτηδειότητα
noun
|
|
epiti̱deióti̱ta
skill,
skillfulness,
cunning,
handiness,
deftness
|
δύναμη
noun
|
|
dýnami̱
power,
strength,
force,
virtue,
might
|
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|