|
English Translation |
|
More meanings for επιτηδειότητα (epiti̱deióti̱ta)
skill
noun
|
|
επιδεξιότητα,
δεξιοτεχνία,
επιδεξιότης,
επιτηδειότης
|
skillfulness
noun
|
|
επιτηδειότης
|
cunning
noun
|
|
πονηριά,
εξυπνάδα,
μαγκιά,
επιτηδειότης,
διαβολιά
|
handiness
noun
|
|
επιτηδειότης
|
deftness
noun
|
|
επιδεξιότητα,
επιτηδειότης
|
sleight
noun
|
|
τέχνασμα,
επιτηδειότης
|
suitability
noun
|
|
αρμοδιότητα,
αρμοδιότης
|
Similar Words
|
|
|
|
|
|