|
What's the Greek word for initial? Here's a list of translations.
Greek Translation |
|
More Greek words for initial
See Also in English
Similar Words
preparatory
noun, adjective
|
|
προετοιμασία,
προπαρασκευαστικός,
προκαταρκτικός,
προπαιδεία,
βραδυνή μελέτη
|
fundamental
adjective
|
|
θεμελιώδης,
βασικός
|
initiatory
adjective
|
|
μυητικός,
αρχικός,
εισαγωγικός
|
inaugural
adjective
|
|
εναρκτήριος
|
inceptive
adjective
|
|
αρχικός
|
incipient
adjective
|
|
αρχόμενος,
αρχίζων,
ανόητος,
αρκτικός
|
prefatory
adjective
|
|
προεισαγωγικός,
προοιμιακός
|
pioneer
noun, adjective, verb
|
|
πρωτοπόρος,
πρωτοποριακός,
σκαπανεύς,
πρωτοπορώ
|
pilot
noun, adjective, verb
|
|
πιλότος,
πλοηγός,
οδηγώ,
πηδαλιουχώ,
πηδαλιούχος
|
earliest
|
|
νωρίτερα
|
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|