|
English Translation |
|
More meanings for πελατεία (pelateía)
clientele
noun
|
|
πελατεία
|
goodwill
noun
|
|
φήμη και πελατεία,
καλή διάθεση,
ευαρέσκεια,
αέρας εργασίας
|
practice
noun
|
|
πρακτική,
πράξη,
άσκηση,
εξάσκηση,
συνήθεια
|
patronage
noun
|
|
προστασία,
υποστήριξη
|
connection
noun
|
|
σύνδεση,
σχέση,
ανταπόκριση,
συγγένεια,
θρησκευτική κοινότητα
|
See Also in Greek
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|