|
English Translation |
|
More meanings for ιδιότροπος (idiótropos)
capricious
adjective
|
|
άστατος
|
whimsical
adjective
|
|
φαντασιόπληκτος,
φαντασιώδης
|
quirky
adjective
|
|
ιδιότροπος
|
crotchety
adjective
|
|
παράξενος,
στριμμένος
|
fastidious
adjective
|
|
σχολαστικός,
δυσευχαρίστητος,
μικρολόγος
|
cranky
adjective
|
|
εκκεντρικός,
ιδιόρρυθμος,
δύστροπος,
ξεχαρβαλωμένος
|
faddy
adjective
|
|
ιδιότροπος
|
wayward
adjective
|
|
δύστροπος,
καπριτσιόζος
|
moody
adjective
|
|
κακόκεφος,
άθυμος,
σκυθρωπός
|
flighty
adjective
|
|
παλαβός,
άστατος,
επιπόλαιος
|
wanton
adjective
|
|
αχαλίνωτος,
ακόλατος
|
maggoty
adjective
|
|
σκουληκιασμένος,
σκωληκιάρης
|
pernickety
adjective
|
|
λεπτολόγος
|
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|