|
English Translation |
|
More meanings for βάναυσος (vánaf̱sos)
crude
adjective
|
|
ακατέργαστος,
άξεστος,
ωμός,
κακόγουστος,
άτεχνος
|
rude
adjective
|
|
αγενής,
αγροίκος,
τραχύς,
ανάγωγος
|
churlish
adjective
|
|
στριμμένος
|
coarse
adjective
|
|
τραχύς,
χονδρός,
χοντρός,
πρόστυχος,
αγενής
|
rough
adjective
|
|
τραχύς,
πρόχειρος,
άξεστος,
ακατέργαστος,
ανώμαλος
|
roughneck
adjective
|
|
βάναυσος
|
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|