|
Greek Translation |
|
τη δική σου και τη δική μου
ti dikí sou kai ti dikí mou
See Also in English
yours
pronoun
|
|
δικος σου,
δικό σου,
δικός σας,
δικός σου,
υμέτερος
|
mine
noun, verb, pronoun
|
|
δικος μου,
ορυχείο,
νάρκη,
μεταλλείο,
δικός μου
|
and
conjunction
|
|
και
|
|
|
|
|
|
|