|
Greek Translation |
|
πρόσβαση στις πληροφορίες
prósvasi stis pliroforíes
See Also in English
access to
noun
|
|
πρόσβαση σε,
δικαίωμα χρησιμοποίησης
|
to
particle, preposition
|
|
προς την,
να,
για,
προς,
μέχρι
|
information
noun
|
|
πληροφορίες,
πληροφορία,
ενημέρωση
|
access
noun
|
|
πρόσβαση,
είσοδος,
προσχώρηση,
προσέγγιση,
φθάσιμο
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|