|
Greek Translation |
|
See Also in English
truly yours
|
|
ειλικρινά δικός σου
|
truly
adverb
|
|
στα αληθεια,
όντως,
ειλικρινά,
αληθώς,
ειλικρινώς
|
yours
pronoun
|
|
δικος σου,
δικό σου,
δικός σας,
δικός σου,
υμέτερος
|
very
adjective, adverb
|
|
πολύ,
ακριβώς,
λίαν,
ακόμη και,
αληθής
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|