|
Greek Translation |
|
δεύτερης κατηγορίας πολίτης
défteris katigorías polítis
See Also in English
second class
noun
|
|
ΔΕΥΤΕΡΗ ταξη,
δεύτερης τάξης
|
second-class
adjective
|
|
ΔΕΥΤΕΡΗ ταξη,
δευτέρας τάξεως
|
citizen
noun
|
|
πολίτης,
υπήκοος,
κάτοικος
|
second
noun, verb
|
|
δεύτερος,
δευτερόλεπτο,
μάρτυς μονομαχίας,
υποστηρίζω,
σιγοντάρω
|
class
noun, verb
|
|
τάξη,
κατηγορία,
κλάση,
θέση,
ταξινομώ
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|