|
Greek Translation |
|
αριθμό αναγνώρισης του οχήματος
arithmó anagnórisis tou ochímatos
See Also in English
identification number
|
|
αριθμός αναγνώρισης
|
identification
noun
|
|
ταυτοποίηση,
αναγνώριση,
ταυτότητα,
ταύτιση,
εξακρίβωση
|
number
noun
|
|
αριθμός,
νούμερο,
αριθμών,
ψηφίο
|
vehicle
noun
|
|
όχημα,
τροχοφόρο,
άμαξα,
μέσο συγκοινωνίας
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|