|
Greek Translation |
|
See Also in English
production
noun
|
|
παραγωγή,
προϊόν,
παράσταση,
απόδοση,
προσαγωγή
|
process
noun, verb
|
|
επεξεργάζομαι, διαδικασία,
διαδικασία,
διεργασία,
μέθοδος,
πορεία
|
of
preposition
|
|
του,
από
|
of production
|
|
της παραγωγής
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|