|
Greek Translation |
|
See Also in English
Similar Words
maximum
noun, adjective
|
|
ανώτατο όριο,
μέγιστο όριο,
ανώτατος,
ανώτατος όρος
|
most
noun, adjective, adverb
|
|
πλέον,
μάλλον,
περισσότερος,
πλείστο,
πλείστοι
|
nth
adjective
|
|
απείρως μικρός,
νύοστος,
απείρως μέγας
|
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|