|
English Translation |
|
More meanings for ευαισθησία (evaisthisía)
susceptibility
noun
|
|
επιδεκτικότητα,
επιδεκτικότης
|
sensibility
noun
|
|
αισθητικότητα,
αισθηματικότης,
αισθητικότης,
αισθηματικότητα
|
sensitiveness
noun
|
|
αισθητικότης,
αισθητικότητα,
ευπάθεια
|
delicacy
noun
|
|
λιχουδιά,
λεπτότητα,
μεζές,
ευγένεια,
αδυναμία
|
ticklishness
noun
|
|
γαργαλιστικότης,
γαργαλιστικότητα,
λεπτότης,
λεπτότητα
|
mushiness
noun
|
|
πολτώδες
|
See Also in Greek
Similar Words
|
|
|
|
|
|