|
Greek Translation |
|
Similar Words
magniloquent
adjective
|
|
μεγαλορρήμων,
μεγαλορρήμωνας,
πομπώδης
|
declamatory
adjective
|
|
δημηγορικός,
δημαγωγικός,
κατηγορητικός,
στομφώδης
|
bombastic
adjective
|
|
πομπώδης,
στομφώδης
|
verbose
adjective
|
|
πολύλογος,
απεραντολίγος,
βερμπαλιστικός
|
purple
noun, adjective, verb
|
|
μωβ,
πορφυρό,
πορφύρα,
ερυθροκυανός,
βάφω πορφυρό
|
|
|
|
|
|
|