|
Greek Translation |
|
υπεύθυνος ελέγχου ποιότητας
ypéfthynos elénchou poiótitas
See Also in English
quality control
noun
|
|
έλεγχος ποιότητας,
ποιοτικός έλεγχος
|
control
noun, verb
|
|
έλεγχος,
Ρύθμιση,
εξουσία,
διακόπτης,
ελέγχω
|
quality
noun
|
|
ποιότητα,
ιδιότητα,
ποιότης,
αρετή,
ιδιότης
|
manager
noun
|
|
διευθυντής,
διαχειριστής
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|