|
English Translation |
|
More meanings for απόδειξη (apódeixi)
evidence
noun
|
|
αποδεικτικό στοιχείο,
μαρτυρία,
καταφαγής
|
proof
noun
|
|
δοκίμιο,
δοκιμή,
έλεγχος,
δοκιμασία,
πειστήριο
|
receipt
noun
|
|
παραλαβή,
λήψη,
απόδειξη παραλαβής,
εξοφλητική απόδειξη,
εξοφλητήριο
|
establishment
noun
|
|
εγκατάσταση,
ίδρυση,
καθιέρωση,
εγκαθίδρυση,
ίδρυμα
|
substantiation
noun
|
|
βεβαίωση
|
scrip
noun
|
|
γραπτό,
πιστοποιητικό,
σημείωση,
πρόχειρο χαρτονόμισμα
|
See Also in Greek
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|