|
English Translation |
|
More meanings for συντήρηση (syntírisi)
maintenance
noun
|
|
διατήρηση,
τήρηση,
υποστήριξη
|
conservation
noun
|
|
διατήρηση,
προστασία
|
preservation
noun
|
|
διατήρηση,
διαφύλαξη
|
subsistence
noun
|
|
ύπαρξη,
υπόσταση
|
upkeep
noun
|
|
διατήρηση
|
support
noun
|
|
υποστήριξη,
υποστήριγμα,
συμπαράσταση,
επιδότηση
|
keep
noun
|
|
διατήρηση,
φαί
|
keeping
noun
|
|
τήρηση,
φύλαξη,
αρμονία,
διατίρηση
|
sustenance
noun
|
|
τροφή,
διατήρηση,
διατροφή
|
See Also in Greek
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|