|
Greek Translation |
|
See Also in English
use
noun, verb
|
|
χρήση,
χρησιμότητα,
χρησιμοποιώ,
μεταχείριση,
συνήθεια
|
to
particle, preposition
|
|
προς την,
να,
για,
προς,
μέχρι
|
convenient
adjective
|
|
βολικός,
κατάλληλος,
εύκολος,
αναπαυτικός
|
convenient to
|
|
βολικό για
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|