|
Greek Translation |
|
δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας
dikaíoma pnevmatikís idioktisías
See Also in English
intellectual property
|
|
πνευματική ιδιοκτησία
|
property right
|
|
δικαίωμα ιδιοκτησίας
|
intellectual
adjective
|
|
διανοούμενος,
διανοητικός,
νοερός
|
right
noun, adjective, verb, adverb
|
|
σωστά,
δικαίωμα,
δεξιά,
δίκιο,
σωστός
|
property
noun
|
|
ιδιοκτησία,
ιδιότητα,
περιουσία,
κυριότητα,
ιδιότης
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|