|
Greek Translation |
|
ΔΑΣΚΑΛΟΣ δημοτικου ΣΧΟΛΕΙΟΥ
DASKALOS dimotikou SCHOLEIOU
See Also in English
primary school
noun
|
|
δημοτικό σχολείο
|
primary
adjective
|
|
πρωταρχικός,
αρχικός,
βασικός,
πρώτος,
στοιχειώδης
|
teacher
noun
|
|
δάσκαλος,
διδάσκαλος,
διδασκάλισσα
|
school
noun, verb
|
|
σχολείο,
σχολή,
κοπάδι ψάρια,
πλήθος ιχθύων,
εκπαιδεύω
|
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|