|
Greek Translation |
|
spot συναλλαγματική ισοτιμία
spot synallagmatikí isotimía
See Also in English
exchange
noun, verb
|
|
ανταλλαγή,
συνάλλαγμα,
ανταλλάσσω,
επικαταλλαγή,
χρηματηστήριο
|
spot
noun, verb
|
|
σημείο,
κηλίδα,
στίγμα,
τόπος,
κηλίς
|
rate
noun, verb
|
|
τιμή,
αναλογία,
βαθμός,
κόστος,
αξία
|
exchange rate
noun
|
|
συναλλαγματική ισοτιμία,
ισοτιμία συναλλάγματος
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|