|
Greek Translation |
|
See Also in English
vehicle
noun
|
|
όχημα,
τροχοφόρο,
άμαξα,
μέσο συγκοινωνίας
|
utility
noun
|
|
χρησιμότητα,
ωφέλεια,
χρησιμότης,
ωφελιμότητα,
δημόσια υπηρεσία
|
sport
noun, adjective, verb
|
|
άθλημα,
αθλητισμός,
σπορ,
διασκέδαση,
ψυχαγωγία
|
utility vehicle
|
|
όχημα κοινής ωφελείας
|
sport utility
|
|
αθλητική χρησιμότητα
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|