|
Greek Translation |
|
See Also in English
subject to change without notice
|
|
Υπόκεινται σε αλλαγές χωρίς προειδοποίηση
|
subject
noun, adjective, verb
|
|
θέμα,
υποκείμενο,
ζήτημα,
υποκείμενος,
υπήκοος
|
change
noun, verb
|
|
αλλαγή,
μεταβολή,
ρέστα,
ψιλά,
μετασχηματισμός
|
to
particle, preposition
|
|
προς την,
να,
για,
προς,
μέχρι
|
subject to
adjective, verb
|
|
όποιος υπακούει σε κάτι,
υποτάσσω
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|