|
Greek Translation |
|
See Also in English
switch
noun, verb
|
|
διακόπτης,
αλλαγή,
μαστίγιο,
συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων,
διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων
|
over
adjective, adverb, preposition
|
|
πάνω από,
επί,
υπεράνω,
πέρα,
πλέον
|
switch-over
|
|
εναλλαγή
|
switchover
|
|
μετάβαση
|
|
|
|
|
|
|