|
What's the Greek word for guaranty? Here's a list of translations.
Greek Translation |
|
More Greek words for guaranty
See Also in English
Similar Words
contract
noun, verb
|
|
σύμβαση,
συμβόλαιο,
συμφωνητικό,
συστέλλομαι,
συστέλλω
|
warranty
noun
|
|
εγγύηση,
εξουσιοδότηση
|
collateral
noun, adjective
|
|
εγγύηση,
παράλληλος,
εχέγγυο,
συμπληρωματικός,
βοηθητικός
|
covenant
noun, verb
|
|
σύμφωνο,
συμβόλαιο,
σύμβαση,
συνομολογώ,
συμβάλλομαι
|
bail
noun, verb
|
|
εγγύηση,
εγγυητής,
αντλώ βάρκα από νερά,
αδειάζω βάρκα από νερά,
εγγυώμαι
|
|
|
|
|
|
|