|
Greek Translation |
|
κύριο μέρος της επιχείρησης
kýrio méros tis epicheírisis
See Also in English
principal
noun, adjective
|
|
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ σχολειου,
κύριος,
κεφάλαιο,
εντολέας,
αρχικό κεφάλαιο
|
place
noun, verb
|
|
θέση,
μέρος,
τόπος,
τοποθέτηση,
σημείο
|
place of business
noun
|
|
τόπος εργασίας
|
business
noun
|
|
επιχείρηση,
δουλειά,
εργασία,
εμπόριο,
υπόθεση
|
of
preposition
|
|
του,
από
|
See Also in Greek
|
|
|
|
|
|