|
Greek Translation |
|
πού είναι ο πλησιέστερος σταθμός φυσικού αερίου;
poú eínai o plisiésteros stathmós fysikoú aeríou?
See Also in English
gas station
noun
|
|
ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟ,
βενζινάδικο,
πρατήριο βενζίνης,
σταθμός για προμήθεια βενζίνης
|
station
noun, verb
|
|
σταθμός,
θέση,
θέτω,
τοποθετώ
|
the
article
|
|
ο
|
is
|
|
είναι
|
nearest
adjective
|
|
πλησιέστερος
|
gas
noun
|
|
αέριο,
βενζίνη,
φωταέριο,
γκαζολίνη,
μπούρδα
|
|
|
|
|
|
|