|
Greek Translation |
|
κεντρική επαγγελματική περιοχή
kentrikí epangelmatikí periochí
See Also in English
district
noun, adjective
|
|
περιοχή,
συνοικία,
περιφέρεια,
περιφερειακός,
χονδρικός πωλητής
|
business
noun
|
|
επιχείρηση,
δουλειά,
εργασία,
εμπόριο,
υπόθεση
|
central
adjective
|
|
κεντρικός,
επίκεντρος
|
business district
|
|
επιχειρηματική περιοχή
|
See Also in Greek
Similar Words
|
|
|
|
|
|