|
Greek Translation |
|
See Also in English
crystal-clear
|
|
πεντακάθαρη
|
clear
adjective, verb, adverb
|
|
Σαφή,
σαφής,
καθαρά,
καθαρός,
διαυγής
|
crystal
noun, adjective
|
|
κρύσταλλο,
κρύσταλλος,
κρυστάλλινος,
κρύσταλο
|
Similar Words
comprehensible
adjective
|
|
κατανοητός,
σαφής,
νοητός,
καταληπτός
|
unmistakable
adjective
|
|
αλάνθαστος,
ολοφάνερος,
πρόδηλος
|
intelligible
adjective
|
|
καταληπτός,
νοητός
|
perspicuous
adjective
|
|
διαυγής,
ευκρινής
|
manifest
noun, adjective, verb
|
|
δηλωτικό,
έκδηλος,
φανερός,
δηλώνω
|
obvious
adjective
|
|
φανερός,
πρόδηλος,
πασιφανής,
ευνόητος,
καταφάνερος
|
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|