|
English Translation |
|
More meanings for πράξη (práxi̱)
act
noun
|
|
ενέργεια,
νομοσχέδιο
|
practice
noun
|
|
πρακτική,
άσκηση,
εξάσκηση,
συνήθεια,
χρήση
|
transaction
noun
|
|
συναλλαγή,
δοσοληψία,
αγοραπωλησία,
συνδιαλλαγή,
διεξαγωγή
|
action
noun
|
|
δράση,
ενέργεια,
αγωγή,
μάχη,
λειτουργία
|
deed
noun
|
|
έγγραφο,
έργο,
κατόρθωμα,
άθλος,
συμφωνητικό
|
effect
noun
|
|
αποτέλεσμα,
επίδραση,
δράση,
ενέργεια,
εφφέ
|
doing
noun
|
|
έργο
|
process
noun
|
|
διαδικασία,
διεργασία,
μέθοδος,
πορεία,
κατεργασία
|
See Also in Greek
Similar Words
Nearby Translations
|
|
|
|
|
|